- καθηκοντως
- καθηκόντωςκᾰθηκόντωςadv. как следует, надлежащим образом
(κ. καὴ δικαίως Polyb.; ἀλλήλους ὁμιλεῖν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κ. καὴ δικαίως Polyb.; ἀλλήλους ὁμιλεῖν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καθηκόντως — (Α) επίρρ. αρμοδίως, καταλλήλως, όπως πρέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. καθ ήκων τού ρ. καθ ήκω] … Dictionary of Greek